οὐραίῃ — οὐραία fem dat sg (epic ionic) οὐραί̱ῃ , οὐραῖος of the tail fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουραία — οὐραία, ἡ (ΑΜ, Α και οὐραίη) η ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οὐραῖος] … Dictionary of Greek